Archive for the ‘Uncategorized’ Category

Μας μιλά ακόμη για μία περίπτωση Ελληνα καλλιτέχνη: το 1971 στη Βαλένσια της Γαλλίας ο Φιλόλαος έφτιαξε δύο υδατοδεξαμενές γλυπτά που υδροδοτούν την πόλη, υπογραμμίζοντας τη λειτουργικότητα του δημόσιου έργου τέχνης στο αστικό τοπίο.

Ο J. Beuys στην πενταετούς διάρκειας φύτευση 7.000 βελανιδιών στα εγκαίνια της 7ης Documenta το 1982. Το έργο που άλλαξε τη φυσική κατάσταση και εικόνα της περιοχής, τελείωσε μετά τον θάνατό του

Αρκετοί καλλιτέχνες ασχολούνται με τις δεντροφυτεύσεις με στόχο την ευαισθητοποίηση γύρω από το θέμα του πρασίνου:

* Οπως ο Joseph Beuys, ιδρυτικό στέλεχος του κόμματος των Πρασίνων, ο οποίος επιδίωξε να παρέμβει στη φύση και στην κοινωνία για να αποκαταστήσει την κατεστραμμένη σχέση τους. Το 1982 σε μία από τις μεγαλύτερες εικαστικές διοργανώσεις , την 7η Ντοκουμέντα, στο Κάσελ της Γερμανίας, ξεκινάει την πενταετή δεντροφύτευση 7.000 βελανιδιών: το τελευταίο δέντρο φυτεύτηκε από τον γιο του 18 μήνες μετά τον θάνατό του. Η δεντροφύτευση αποτέλεσε πνεύμονα οξυγόνου αλλάζοντας τη φυσική κατάσταση, την εικόνα και τη χρωματικότητα όλης της περιοχής. Αυτή τη δράση τοποθετεί ως εφαλτήριο η συνομιλήτριά μας καθώς τη διαδέχτηκαν και άλλες δεντροφυτεύσεις σε μεγάλη κλίμακα από καλλιτέχνες.

Η λεωφόρος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το 1990 πριν τη δενδροφύτευση

* Το 1990, στο Λος Αντζελες, ο Andy Lipkis με το πρότζεκτ «Tree People» παρακίνησε τους κατοίκους μιας υποβαθμισμένης κοινότητας να φυτέψουν δέντρα κατά μήκος της μεγάλης λεωφόρου Μάρτιν Λούθερ Κινγκ: ανταποκρίθηκαν 3.000 άνθρωποι διαφορετικής φυλετικής και κοινωνικής προέλευσης, ώστε σε τρεις ώρες η φύτευση 400 δέντρων μεταμόρφωσε την όψη του δρόμου, που περνά από οικονομικά και αισθητικά υποβαθμισμένες γειτονιές, σε μήκος επτά μιλίων.

Ο Andy Lipkis, πρόεδρος της οργάνωσης «Tree People» που ίδρυσε, στον ίδιο δρόμο, 18 χρόνια αργότερα

* Στη Φινλανδία, το 1992, με το «Tree Mountain» της Agnes Denes που ολοκληρώθηκε το 1996, φυτεύτηκαν σε μία έκταση μήκους 2,4 χιλιομέτρων και πλάτους 24,2 χλμ. 10.000 δέντρα βάσει ενός σχεδίου που προέκυψε από έναν μαθηματικό τύπο. Επειδή τείνουν να εξαφανιστούν, επέλεξε τα ασημένια έλατα, που έχουν ζωή μέχρι 4 αιώνες ώστε να δημιουργήσει ένα ζωντανό έργο, «ένα δώρο για τις μελλοντικές γενιές».

Πότε το όραμα αρχίζει να γίνεται πράξη;

«Ορόσημο θεωρείται μάλλον η δεκαετία του ’60. Σημαντικό ρόλο έπαιξε το βιβλίο της Κάρσον το 1962 «Σιωπηλή Ανοιξη», που επιχειρούσε να αφυπνίσει την ανθρώπινη συνείδηση και καταδίκαζε την εξάντληση των φυσικών πόρων του πλανήτη, συμβάλλοντας στην έκρηξη του περιβαλλοντικού κινήματος το οποίο την επόμενη δεκαετία ώθησε τους καλλιτέχνες να στραφούν στην ανάπλαση κατεστραμμένων εδαφών. Ετσι, ο Robert Morris εκμεταλλευόμενος έναν νόμο των ΗΠΑ περί αποκατάστασης των χώρων στα πρώην λατομεία/μεταλλεία, ξεκινά τη δεκαετία του ’70 να επαναφέρει τη βλάστηση σε χώρους που είχαν καταστραφεί. Το ζήτημα που είχε τότε τεθεί ήταν μήπως συγκαλύπτουν τους πολιτικούς που δεν διαχειρίστηκαν σωστά τους φυσικούς πόρους».

Πώς το αντιμετώπισαν;

«Παρά τις αντιρρήσεις, πρέπει η ζωή να συνεχίσει να προχωράει και να προσπαθούμε να κάνουμε τον κόσμο καλύτερο».

Το όραμα του Hundertwasser για πράσινες οροφές υλοποιημένο σε σπίτια που σχεδίασε στη Βιέννη

Ποια είναι η συνέχεια στον 21ο αιώνα;

«Ενας σημαντικός καλλιτέχνης, ο Hundertwasser, που μετέτρεψε ένα θλιβερό εργοστάσιο επεξεργασίας αποβλήτων σε ένα έργο τέχνης τεραστίων διαστάσεων (1988-1992) στην Αυστρία, είχε ήδη από το 1974 προτείνει ότι «οτιδήποτε οριζόντιο κάτω από τον ουρανό ανήκει στη φύση συμπεριλαμβανομένων των δρόμων και των οροφών»».

Υπάρχει κάποιο συμπέρασμα από αυτή την έρευνα που διήρκεσε επτά χρόνια;

«Πίσω από το έργο αυτών των καλλιτεχνών που έφτιαξαν κάτι με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον, υπήρχε ένα όραμα, το ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόοδο και την αλληλεγγύη, που το οδηγούσε ένα βαθύτερο αίσθημα αγάπης προς τον άνθρωπο». *

**Η Ελένη Πολυχρονάτου σπούδασε ζωγραφική και γλυπτική με υποτροφία στην ΑΣΚΤ και η διατριβή της είναι μία από τις πέντε που έχουν εγκριθεί στην σχεδόν ενός αιώνα ιστορία του ιδρύματος. Από το 2005 είναι διδάσκουσα στην ΑΣΚΤ, με γνωστικό αντικείμενο την τέχνη στο περιβάλλον. Εχει παρουσιάσει το ζωγραφικό και γλυπτικό της έργο σε πλήθος εκθέσεων και έχει συνδέσει την καλλιτεχνική της δημιουργία με τον κοινωνικό προβληματισμό μέσω της συμμετοχής της σε ποικίλες δράσεις.

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 12/09/2008

Μπορεί η τέχνη ν’ αλλάξει την καθημερινότητα των πόλεων;

 

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ

 

Επεξεργασία αποβλήτων, αντιπλημμυρικά έργα, ξεχωριστοί τρόποι άρδευσης αλλά και ύδρευσης, σιτοβολώνες στη Γουόλ Στριτ, λόφοι φυτεμένοι με χιλιάδες δένδρα στη βάση μαθηματικού τύπου, δενδροφυτεύσεις λεωφόρων. Περισσότερο σαν δημόσια έργα παρά για έργα τέχνης φαντάζουν όλα τα παραπάνω. Κι όμως πρόκειται για δημόσια έργα τέχνης, για τη μετουσίωση αυτού που ήταν ουτοπία στις αρχές του περασμένου αιώνα σε απτή πραγματικότητα μέχρι το τέλος του.

 

«Πίσω από το έργο καλλιτεχνών που έφτιαξαν κάτι με γνώμονα το κοινωνικό συμφέρον υπήρχε ένα όραμα, το ενδιαφέρον για την κοινωνική πρόοδο και αλληλεγγύη, που το οδηγούσε ένα βαθύτερο αίσθημα αγάπης προς τον άνθρωπο» λέει στην «Ε» η εικαστικός Ελένη Πολυχρονάτου

Ισως πρόκειται για τη διαχρονική ανάγκη ορισμένων καλλιτεχνών να παρέμβουν στον κοινωνικό χώρο, μπολιάζοντάς τον με τη λαχτάρα για έναν καλύτερο κόσμο. Αυτή τη διαδρομή -από τους οραματικούς σχεδιασμούς του Τάτλιν, του Μάλεβιτς και της ομάδας του Μπαουχάουζ το 1919 που ξεκινούσαν την αλλαγή του κόσμου δημιουργώντας καλλιτεχνήματα για να ομορφύνουν την καθημερινότητα, αλλά κυρίως με ορόσημο τη ριζοσπαστική κριτική στη βιομηχανοποιημένη κοινωνία της δεκαετίας του 1960 και την αποτύπωση των κινημάτων επαγρύπνησης που ξεπήδησαν έκτοτε σε αντιεμπορικά έργα μεγάλης κλίμακας που υποδαύλισαν τον προβληματισμό για το φυσικό περιβάλλον και την ποιότητα ζωής στον αστικό χώρο- διηγείται η διατριβή της εικαστικού Ελένης Πολυχρονάτου «Εργα τέχνης μεγάλης κλίμακας στον αστικό και φυσικό χώρο από τη δεκαετία του ’60 έως τον 21ο αιώνα» για την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, της οποίας η δημοσίευση εκκρεμεί.

Ο ακτιβισμός ή μάλλον η κοινωνική παρέμβαση ως μια εκ των καλών τεχνών θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε δημοσιογραφικά την έρευνα που ξεπερνά τις 500 σελίδες, και αποτελεί το αντικείμενο της συζήτησής μας.

Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα;

«Με ενδιέφερε ο κοινωνικός χαρακτήρας του καλλιτέχνη και ερεύνησα παραμέτρους που αυτός μπορεί να υλοποιηθεί. Η μελέτη μου με την ιδιότητα του καλλιτέχνη πρωτίστως και όχι του ιστορικού τέχνης δείχνει πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι παρών στο κοινωνικό σύνολο, πώς μπορούν να εφαρμοστούν έργα που αφορούν το ευρύ κοινό και πώς αυτές οι ανησυχίες που έχουν απασχολήσει τους καλλιτέχνες από την αρχή του 20ού αιώνα έχουν πραγματοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη και την Αμερική».

Για να μας κατατοπίσει στο πολύμορφο ταξίδι από το τελάρο στον χώρο, τη σχέση της αρχιτεκτονικής με τις άλλες τέχνες και τις επιστήμες με γνώμονα την ιδεολογία της λειτουργικότητας, μας δίνει παραδείγματα έργων που αντανακλούν την τέχνη ως μορφή κοινωνικής παρέμβασης.

Το 1982, η Agnes Denes διαμόρφωσε ένα χωράφι με σιτάρι στο εμπορικό κέντρο του κόσμου: ένα τετράγωνο μακριά απ’ τη Wall Street, με θέα το Αγαλμα της Ελευθερίας. Το έργο της, σχόλιο στην παγκόσμια πείνα, υπενθύμιζε ότι στο ταπεινό χώμα οφείλεται η βλάστηση, το ουσιαστικό μέσο διατήρησης της ζωής

Μπορεί να συμβάλλει ακόμη και στη μείωση των ανισοτήτων;

«Το 1976 ο Isamu Noguchi έφτιαξε την πλατεία Hart Plaza στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ, η οποία χαρακτηρίστηκε τεχνολογικό θαύμα: το συντριβάνι εναλλάσσει μια ανεξάντλητη ποικιλία μοτίβων από την ψιλή βροχή έως τους ορμητικούς καταρράκτες που μαζί με τα υλικά κατασκευής (γυαλιστερό ατσάλι, αλουμίνιο και υπολογιστής που ρυθμίζει τη ροή) δίνουν μια μαγική ατμόσφαιρα στο περιβάλλον και ταξιδεύουν τον θεατή σ’ έναν φανταστικό χώρο, κάτι που συμβαίνει σε μια δημόσια πλατεία και όχι σε ένα ιδιωτικό πάρκο. Και υμνήθηκε ακριβώς επειδή είχε πρόσβαση από όλα τα κοινωνικά στρώματα και συνέβαλε στην άρση κάθε πολιτιστικής και κοινωνικής ανισότητας».

Αναφέρει ακόμη και το «σχέδιο για όχημα του αστέγου» που παρουσίασε το 1988 στη Νέα Υόρκη ο Krzysztof Wodiczko.

Ποιες άλλες μορφές μπορούν να πάρουν τα έργα με κοινωνικό χαρακτήρα;

«Πολλά ενσωματώνουν την οικολογική παράμετρο. Το 1992, η Ελληνίδα Αθηνά Τάχα έφτιαξε στη Φιλαδέλφεια της Αμερικής ένα από τα πρώτα πάρκα παγκοσμίως που έχουν σχεδιαστεί από καλλιτέχνη σαν ένα περιβαλλοντικό γλυπτό σε ένα ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο: με στοιχεία από τους βραχόκηπους δημιούργησε ένα μοναδικό μοντέλο πάρκου με πολυετή και χαμηλού κόστους φυτά και δέντρα τα οποία αποδίδουν όλο τον χρόνο ποικιλία χρώματος, ενώ οι υπερυψωμένοι κήποι σχηματίζουν έναν πυραμοειδή λόφο. Ελαβε επίσης υπόψη της τις ανάγκες των ανθρώπων από τις γύρω περιοχές οι οποίοι ήταν χαμηλόμισθοι, συνταξιούχοι, οικογένειες με παιδιά και άνθρωποι που περπατούσαν για να πάνε στη δουλειά τους».

«Οι στρατιωτικοί έπαιξαν άσχημο ρόλο»

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ

Προτιμά να προσδιορίζεται ως «ένας Λατινοαμερικάνος στο Παρίσι παρά ένας Κορδοβέζος στο Μπουένος Αϊρες». Η κατάσταση στη χώρα του την Αργεντινή τον έδιωξε από πολύ νεαρή ηλικία: Κέρδισε έτσι ένα μεγάλο ταξίδι στον κόσμο, πλούτο εμπειριών και γνωριμιών. Παρ’ ότι κοσμοπολίτης, ο Αντόνιο Σεγκί, δηλώνει πάντα Αργεντινός.

«Η δουλειά μου αφηγείται την ιστορία της ζωής μου», λέει ο Αντόνιο Σεγκί

Η ματιά του ακουμπά στον καθημερινό άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, διαπερνά το περιθώριο, αγγίζει με τρυφερότητα την γκρίζα καθημερινότητα και την απρόσωπη ομοιομορφία όσων τη γεμίζουν. Είναι σαν να βάζει χρώμα σε ένα φιλμ νουάρ, συνθέτοντας ένα πολυεθνικό αστικό παζλ.

«Η δουλειά μου αφηγείται την ιστορία της ζωής μου», μας λέει. «Οι αναφορές από την παιδική μου ηλικία είναι συνεχείς». Τα ντεκουπαρισμέενα ξύλα της περιόδου 1966-69 «είναι αναπαράσταση των παιχνιδιών που ανακαλύπταμε και παίζαμε μικροί. Οταν ξέσπασε ο πόλεμος σταμάτησαν τα υπέροχα μηχανικά γιαπωνέζικα ή γερμανικά παιχνίδια που μας έπαιρνε η γιαγιά μου κι έτσι αναγκαστήκαμε να ανακαλύψουμε δικά μας παιχνίδια και τρόπους κατασκευής τους, χρησιμοποιούσαμε πολύ τα ξύλινα πολύχρωμα και παράξενα χειροποίητα αντικείμενα της λαϊκής μας παράδοσης».

Οι πόλεις που ζωγραφίζει μπορεί να είναι το Μπουένος Αϊρες «που συνταιριάζει μια μίξη πολλών ευρωπαϊκών πόλεων, σαν να βρίσκονται εκεί ταυτόχρονα», οι αναφορές, ωστόσο, δεν έχουν σύνορα και περιλαμβάνουν στοιχεία από όλους τους τόπους όπου έχει ταξιδέψει.

Οσο για το χαρακτηριστικό καπέλο που φορούν συχνά τα ανθρωπάκια του; Ο Γουσταύος, που χρησιμοποιεί για να αφηγηθεί την ιστορία του, φορά καπέλο επειδή καπέλο φορούσαν παντού και πάντα όλα τα οικεία του πρόσωπα από την παιδική του ηλικία: «Ηταν χαρακτηριστικό της εποχής που μεγάλωσα».

Τον συναντήσαμε στο Μουσείο Φρυσίρα στην Πλάκα, να ετοιμάζει τις τελευταίες λεπτομέρειες της αναδρομικής έκθεσης για τα τελευταία 40 δημιουργικά του χρόνια, από το 1963 που εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, μέχρι σήμερα, η οποία ανοίγει αύριο Πέμπτη για το κοινό.

Και περιπλανηθήκαμε μαζί του στα ταξίδια και τις ιστορίες του.

«Γεννήθηκα στην Κόρδοβα και έκανα ό,τι κάνει όλος ο κόσμος που κατοικεί σε επαρχία. Πήγα στην πρωτευουσα, το Μπουένος Αϊρες. Η πόλη μού άρεσε πολύ, αλλά καθόλου η πολιτική κατάσταση».

Μεξικό και Παρίσι

Στο ταξίδι του στο Μεξικό, όπου πήγε ως θαυμαστής του Ποσάδας για να μάθει την τέχνη της γκραβούρας, γνωρίζει τους μπίτνικς: «βρέθηκα κοντά στους εξόριστους Αμερικανούς λόγω μακαρθισμού, ζώντας ένα όνειρο. Γκίνσμπεργκ, Κέρουακ, Μπρουκ. Απίθανοι τύποι, σίγουρα όχι ψηφοφόροι του Μπους».

Η Μπιενάλε του 1963 τον φέρνει στο Παρίσι, που γίνεται η μόνιμη κατοικία του. «Γνωριμίες, εκθέσεις, γυναίκες, παιδιά, κι άλλες εκθέσεις, γυναίκες και παιδιά, η ζωή γίνεται πιο μπερδεμένη».

Ο παρισινός Μάης του 1968 τον βρίσκει στα εργαστήρια της Καλών Τεχνών, με τους καλλιτέχνες που έβγαζαν τις αντικυβερνητικές αφίσες. Μιλά για την μποέμικη ατμόσφαιρα της εποχής, την αλληλεγγύη των καλλιτεχνών, τις συγκεντρώσεις που συμμετείχαν, για όλα αυτά που έληξαν τότε. «Ηταν σαν ένα μπαλόνι με οξυγόνο που έπαιξε έναν πολύ σύντομο ρόλο εκείνη την περίοδο» περιγράφει την κατάσταση. «Αλλά δεν κρατώ και τις καλύτερες αναμνήσεις. Οι καλλιτέχνες μετά γύρισαν στην καριέρα τους, δούλεψαν με το κράτος και τους θεσμούς κι εγώ δεν συμμετείχα σε αυτά ούτε πριν και πολύ περισσότερο μετά».

Το 1975 του επιβάλλουν δεκαετή απαγόρευση εισόδου στη χώρα του. Οταν ξετυλίγει το νήμα αυτών των αναμνήσεων ανάβει τσιγάρο. «Η δημοκρατία σταμάτησε στην Αργεντινή τη δεκαετία του 1930, τότε που γεννιόταν και οι στρατιωτικοί έπαιξαν άσχημο ρόλο για όλη τη γενιά μου», λέει. Τέσσερις έρευνες στο σπίτι του από τη γαλλική αστυνομία και μία απόπειρα δολοφονίας.

Σήμερα είναι αισιόδοξος για τα ανοίγματα της χώρας του προς τη Νότιο Αμερική και θεωρεί ότι θα έπρεπε να προστατευτεί από την πολιτική της Αμερικής: «Οι αναπτυγμένες κοινωνίες που διευθύνουν τον κόσμο παρουσιάζουν συμπτώματα παρακμής», σχολιάζει.

Αισιοδοξία και χιούμορ

Η Αισιοδοξία και χιούμορ όμως διαπερνά και όλο το έργο σας, παρ’ ότι η αργεντίνικη κουλτούρα είναι ίσως περισσότερο «μαύρη».

«Πιστεύω πολύ στη ζωή. Το χιούμορ είναι κάτι που βγαίνει από τις ρίζες μου. Γεννήθηκα σε μια πόλη όπου το χιούμορ είναι μια πραγματικότητα, ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της ζωής μας βρίσκουμε μια αφορμή να γελάσουμε. Το ταγκό είναι η μουσική του Μπουένος Αϊρες, μια μουσική των φτωχών. Εγώ γεννήθηκα 800 χιλιόμετρα πιο βόρεια, στην Κόρδοβα, εκεί που ξεκινά η Λατινική Αμερική».

Κι όταν τον φωτογραφίζουμε την ώρα που ανάβει τσιγάρο γελάει βαθιά και λέει περιπαιχτικά: «Ελπίζω να μην μπω φυλακή γι’ αυτό», δείχνοντας την «τρομοκρατική» προειδοποίηση στο πακέτο. «Στο Παρίσι μπορεί να είναι πιο ακριβά τα τσιγάρα, αλλά οι προειδοποιήσεις είναι πιο διακριτικές. Θυμάμαι πριν μερικά χρονια στη Ν. Υόρκη που άναψα τσιγάρο έξω από το μουσείο όπου γινόταν μια έκθεσή μου και τρεις περαστικοί μού έκαναν παρατήρηση. Κανείς τους δεν διαμαρτυρήθηκε όταν πέρασε το λεωφορείο, αφήνοντας ένα σύννεφο μαύρου καπνού από την εξάτμιση. Τρομερό ε;»…

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 15/10/2003

«Χρειάζεται να αφουγκράζεσαι»

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΣΩΤΗΡΧΟΥ

Η επίσκεψη στο σπίτι-εργαστήριό της ήταν σαν η μικρή Αλίκη να έπεσε ξαφνικά στη χώρα των θαυμάτων. Τα έργα-κατασκευές δεν είχαν να δώσουν μόνο τη μορφή τους αλλά έκρυβαν και μαθηματικές σχέσεις, ήταν σύμβολα, σαν ένα παιχνίδι με έννοιες που δύσκολα περιγράφεται.

«Αν καταφέρω στη ζωή μου να προσφέρω κάτι σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον κάνει καλύτερο, θα είμαι ευχαριστημένη», λέει η Ναυσικά Πάστρα, στο σπίτι-εργαστήρι της

«Σύνεκτρον, τετράγωνο, κύκλος», «Αναλογικά», «Χώρος, χρόνος» είναι μερικά από τα κεφάλαια εργασίας, ή τίτλοι αν προτιμάτε από τις περιόδους που είδε το κοινό σε εκθέσεις.

Και παρ’ ότι εκθέτει από το 1963, κυρίως στο εξωτερικό όπου έχει ζήσει αρκετά μεγάλο διάστημα της ζωής της, ακόμη δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα της έκθεσης αλλά και των συνεντεύξεων. «Δεν θέλω να δείχνω τον εαυτό μου, φοβάμαι. Κάθε φορά νιώθω σαν να αποκαλύπτομαι, αισθάνομαι τόσο άσχημα. Ομως πάντα πιστεύω ότι δεν θα τα δουν όλα, ότι κάτι καταφέρνει να κρύβεται…», μας λέει η Ναυσικά Πάστρα και μας ξεναγεί στο μαγικό της κόσμο. «Οι εκθέσεις μου δεν ήταν εκθέσεις έργων. Υπάρχει πάντα μια έννοια, η οποία αναπτύσσεται στο πλαίσιο ενός πνεύματος που καθιστά τα κομμάτια αλληλένδετα, σε μια εξελικτική πορεία όπου αποτυπώνονται διάφορες φάσεις μιας έννοιας». Θεωρεί σημαντικό το διάλογο «έργου και χώρου», αλλά και την ανάπτυξη του αντικειμένου σε σχέση με τον εαυτό του, το περιβάλλον του και το εξωτερικό περιβάλλον. Μάλιστα, τα έργα της μπορούν να αναπτυχθούν επ’ άπειρον, να μεγαλώσουν δηλαδή σε διαστάσεις, «γιατί έχουν μέσα τους μια αναλογία που έχω βρει από την αρχή της δουλειάς μου, μια «χρυσή τομή», η οποία λειτουργεί».

Ποια είναι τα βασικά στοιχεία της δουλειάς της; «Ακολουθώ μια μέθοδο ανάλυσης-σύνθεσης, καινούργιας ανάλυσης και σύνθεσης. Κάθε μου δουλειά είναι αποτέλεσμα των προηγούμενων προβληματισμών που αναπτύχθηκαν, μια διαδικασία η οποία με πάει όλο και πιο πέρα».

Εκφράζοντας τη σιωπή

Δεν είναι τυχαίο ότι, αναζητώντας μια κατηγορία στην οποία θα μπορούσαν να ενταχθούν τα έργα της, διαβάσαμε (Αρτι, τεύχος 6, σελ. 184) ότι ανήκει στη διεθνή κατεύθυνση καλλιτεχνικής έρευνας που ονομάζεται «νέα κατασκευαστική τέχνη» ή «νέα γεωμετρία».

Οσο για τη σχέση της με το έργο; «Στην εργασία μου και ιδίως στην αρχή το έργο μίλαγε από μόνο του, έλεγε τις ανάγκες του κι εγώ το ακολουθούσα. Απλώς χρειάζεται να το αφουγκράζεσαι. Είμαι αργή στη δουλειά μου, όλα αυτά χρειάζονται μια προεργασία φοβερή που θέλει χρόνο. Δεν βρίσκονται αυτά τα πράγματα με το μυαλό, αλλά με τις δικές μου εσωτερικές ανάγκες. Ολο αυτό το πράγμα θέλει μια περισυλλογή, μια σιωπή και σιγά-σιγά το αφήνεις και το εκφράζεις…».

Μπορεί να μην έχει σπουδάσει μαθηματικά, ωστόσο ακολουθεί τους κανόνες και τη φιλοσοφία τους. Μιλάει για τις σχέσεις, το ρυθμό, το χώρο που τους περιέχει και το χώρο που είναι χρόνος, τις φάσεις της δουλειάς της από το τετράγωνο και τον κύκλο, το στοιχείο που έκανε τρισδιάστατη αυτή τη σχέση, τη διαφορετική ύλη που χρησιμοποιεί, τις ιδιότητες και ανάγκες του έργου και το συσχετισμό τους με τη γλυπτική. Περισσότερα από 30 χρόνια έρευνας και δημιουργίας περνούν μπροστά μου μέσα από γεωμετρικές περιγραφές και από μαθηματικά σύμβολα.

Δεν της αρέσει να μιλάει για την τέχνη «γιατί τι ορισμό να της δώσουμε, δεν ξέρουμε τι είναι» και αναζητά περισσότερη πνευματικότητα: «Πιστεύω ότι, αν ο άνθρωπος ανέπτυσσε περισσότερο την πνευματική του υπόσταση, θα μπορούσε με κάποια λογική να διορθώσει πολλά πράγματα από τη δυστυχία που υπάρχει γύρω μας. Νομίζω ότι δεν υπάρχει λογική, έχει εκλείψει τελείως…».

Και τι μπορεί μέσα σε αυτό τον παραλογισμό να προσφέρει η τέχνη; «Μέσα σε όλα αυτά τα φοβερά πράγματα που γίνονται γύρω μας και το φοβερό άγχος, αν μπορούσες να δεις ένα έργο που έχει κάποια αρμονία και σου δημιουργήσει ένα αίσθημα ανάτασης, αν μπορέσει εκείνη τη στιγμή να σε αγγίξει και να σε ξεκουράσει λίγο… (σσ. συλλογίζεται για λίγο, αφαιρείται και επανέρχεται), αν καταφέρω στη ζωή μου να προσφέρω κάτι σε έναν άνθρωπο που θα μπορούσε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα, να πάρει κουράγιο και να αλλάξει κάτι, έστω σε έναν μόνο άνθρωπο, θα είμαι ευχαριστημένη. Υπάρχει βέβαια και το διακοσμητικό στοιχείο. Δεν το κατηγορώ, είναι ωραίο, κάνει το περιβάλλον πιο ευχάριστο, αλλά προσωπικά θα ήθελα να δίνουν τα καλλιτεχνικά έργα κάτι παραπάνω. Η τέχνη θα ήθελα να είναι ανθρώπινη, να αναπτύσσει ο άνθρωπος την πνευματική και ψυχική του πλευρά, αυτοί είναι οι θησαυροί που έχει, γιατί να τους αφήσει;».

«Ενδιαφέρει το ποιος πουλάει»

Δεν διστάζει να εκφράσει την απογοήτευσή της για την πορεία της τέχνης: «Δυστυχώς, η τέχνη όσο πάει γίνεται Χρηματιστήριο. Σήμερα δεν έχει σημασία τίποτα, υπάρχει φοβερή σύγχυση και έχουμε ξεχάσει ότι η τέχνη είναι ιερή, όπως είναι και η θρησκεία, όπως είναι και ο άνθρωπος. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει σήμερα είναι το ποιος πουλάει. Γιατί η κερδοσκοπία έχει βάλει το χνάρι της παντού. Θυσιάζουν υγεία, ζωές, τον ίδιο τον άνθρωπο…».

Και την ίδια στιγμή βρίσκει σημεία αισιοδοξίας: «Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που αντιστέκονται σε αυτό το ρεύμα του ποταμού. Πιστεύω ότι σήμερα οι άνθρωποι έπιασαν πάτο και απομένει πια να δώσουν μια κλωτσιά και να αρχίσουν να αναδύονται».

Πιστεύει ότι έχει ξεκινήσει η εποχή της ανάδυσης;

«Μπορεί να μην είναι κάτι οργανωμένο, αλλά πιστεύω πως ναι. Για να ζήσουμε πρέπει να πιστεύουμε σε κάτι και πρέπει να έχουμε και λίγη αισιοδοξία. Πρέπει να πιστέψουμε ξανά στον άνθρωπο, επειδή αξίζει καλύτερα πράγματα από αυτό που του κάνουν: τον υποχρεώνουν να χάσει όλες του τις αξίες για να επιζήσει. Γι’ αυτό και μέσα στην τέχνη θα ήθελα να έμπαινε ο άνθρωπος. Να καθρεπτίζει η τέχνη τις ανθρώπινες αξίες. Να τους θυμίζουμε ότι υπάρχει και αυτό…».

Με περισσή σεμνότητα στέκεται πάνω από ένα έργο της: το «Σύνεκτρον». Βραβευμένο το 1974 σε διεθνή διαγωνισμό στη Γαλλία, η κατασκευή φιλοξενείται στο Μιλπουά. Στην πλήρη ανάπτυξή της -500 τ.μ.- προβλέπει μια πλατεία που μπορεί να γίνει από θεατρικός χώρος μέχρι αίθουσα συναυλιών και διαλέξεων, με ειδικούς φωτισμούς και φωταγωγημένα τρεχούμενα νερά. Είναι μια ονειρική σύλληψη που μπορεί να γίνει εφικτή. Θα ήθελε πολύ να δει αυτό της το έργο να γίνεται πραγματικότητα και στη χώρα μας. «Μόνο που τα πράγματα εδώ γίνονται λιγάκι κεκλεισμένων των θυρών…», είναι το παράπονό της.

Για το έργο της αυτό είχε γραφτεί η κριτική πως είναι ένας «γάμος αγάπης μεταξύ των ευθειών ενός τετραγώνου και των καμπυλών του κύκλου»…

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ – 08/08/2001
Η διακεκριμένη γλύπτρια της γενιάς του ’60, Ναυσικά Πάστρα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, τον Απρίλιο του 2011